λαγκαδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαγκαδιά | οι | λαγκαδιές |
| γενική | της | λαγκαδιάς | των | λαγκαδιών |
| αιτιατική | τη | λαγκαδιά | τις | λαγκαδιές |
| κλητική | λαγκαδιά | λαγκαδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /laŋ.gaˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γκα‐διά
Ουσιαστικό
λαγκαδιά θηλυκό
- το λαγκάδι
- ※ Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει. | Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κ’ οἱ κάμποι, | Πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ’, ᾑ λαγκαδιὲς | Στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!.
- Λορέντζος Μαβίλης, «Εἱς τὴν Πατρίδα» (1922).
Συγγενικά
- Λαγκαδιά (τοπωνύμιο)
Αναφορές
- λαγκαδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.