κώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κώτικος | η | κώτικη | το | κώτικο |
| γενική | του | κώτικου | της | κώτικης | του | κώτικου |
| αιτιατική | τον | κώτικο | την | κώτικη | το | κώτικο |
| κλητική | κώτικε | κώτικη | κώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κώτικοι | οι | κώτικες | τα | κώτικα |
| γενική | των | κώτικων | των | κώτικων | των | κώτικων |
| αιτιατική | τους | κώτικους | τις | κώτικες | τα | κώτικα |
| κλητική | κώτικοι | κώτικες | κώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κώτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με την Κω, που ανήκει ή αναφέρεται στην Κω
- Εκτός από τον συρτό και τον μπάλο ιδιαίτερα αγαπητοί είναι ο κώτικος και η σούστα. (Εφημερίδα Το Βήμα, 24/1/1999)
Μεταφράσεις
κώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.