κώλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κώλωμα τα κωλώματα
      γενική του κωλώματος των κωλωμάτων
    αιτιατική το κώλωμα τα κωλώματα
     κλητική κώλωμα κωλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κώλωμα < κωλώνω, κωλω- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώλωμα

Ουσιαστικό

κώλωμα ουδέτερο

Συγγενικά

  • ανακώλωμα
  • κόλωμα (με διαφορετική σημασία)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.