κωλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κωλώνω < κώλος + -νω
Ρήμα
κωλώνω
- σταματώ να προσπαθώ, κολλάω, παρατάω
- αλλά όταν τους ζήτησαν να φέρουν τα χαρτιά αυτοί κώλωσαν
- δεν κωλώνει μπροστά σε καμιά δυσκολία
- (ειδικότερα) (για μεταφορικό μέσο) παρκάρω ακριβώς ή σχεδόν ακριβώς στην άκρη κάποιου άλλου μέσου ή αντικειμένου
- κώλωσε το αμάξι σου στο μπροστινό για να χωρέσω κι εγώ
Μεταφράσεις
κωλώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.