κύπερη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κύπερη | οι | κύπερες |
| γενική | της | κύπερης | των | κυπερών |
| αιτιατική | την | κύπερη | τις | κύπερες |
| κλητική | κύπερη | κύπερες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύπερη < ελληνιστική κοινή κύπερος < αρχαία ελληνική κύπειρος < προελληνική [1]
-
κύπειρος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κύπερη
|
|
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.