κύπειρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύπειρος οι κύπειροι
      γενική της κυπείρου των κυπείρων
    αιτιατική την κύπειρο τις κυπείρους
     κλητική κύπειρε
(κύπειρο)
κύπειροι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κύπειρος ο εναλλασσόφυλλος, Cyperus alternifolius

Ουσιαστικό

κύπειρος αρσενικό

  • γένος μονοκοτυλήδονων φυτών τα οποία φύονται σε ρυάκια, υγρότοπους, λιμνάζοντα νερά, όχθες λιμνών
      Κύπειρος , φυτὸν καλούμενον καὶ ζέρνα. Τὴν λέξιν ταύτην εὑρίσκω ἐν τῷ ἀκολούθῳ ᾄσματι τοῦ χωρίου τῶν Μεστῶν . Κατωλυγίζ' ὁ κύπειρος , φιλᾷ τὸν καλαμιῶνα , Κοντολυγίζ ὁ κάλαμος , φιλᾷ τὸν κυπερῶνα (Α. Γ. Πασπάτης, Το Χιακόν γλωσσάριον: Ήτοι, Η εν Χίω λαλούμενη γλώσσα, 1888, σελ. 203 )
      Κύπειρον , τό , = κύπειρος . Κύπειρος , ὁ . Φυτόν τι εἰς ὑδατώδεις καὶ ἐλώδεις τόπους φυόμενον, καὶ χρήσιμα εἰς τροφὴν τῶν ἵππων, καὶ βοῶν (Άνθιμος Γαζής, Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον, 1839, σελ. 259)

  • κύπειρον
  • κύπερος
  • κύπαιρος
  • κύπερη

Συνώνυμα

  • ερυσίσκηπτρον
  • πάρις
  • μαλινάθαλλη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.