κόστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόστα | οι | κόστες |
| γενική | της | κόστας | των | κοστών |
| αιτιατική | την | κόστα | τις | κόστες |
| κλητική | κόστα | κόστες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐στα
Ουσιαστικό
κόστα θηλυκό
- (ιδιωματικό, ναυτικός όρος) ακτή
- ※ Τρέχουν οἱ ναῦτες ἀπάνω-κάτω. Ἄλλοι στὰ μπράτσα, ἄλλοι στὶς κόστες, ἄλλοι στὰ στράλια. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Βιοπαλαιστής, Λόγια της πλώρης, σελ. 79, 1924)
Μεταφράσεις
κόστα
|
- κόστα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.