κόστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόστα οι κόστες
      γενική της κόστας των κοστών
    αιτιατική την κόστα τις κόστες
     κλητική κόστα κόστες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόστα < μεσαιωνική ελληνική κόστα[1] < ιταλική costa < λατινική costa

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈko.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόστα

Ουσιαστικό

κόστα θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. κόστα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.