κόσμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόσμηση οι κοσμήσεις
      γενική της κόσμησης* των κοσμήσεων
    αιτιατική την κόσμηση τις κοσμήσεις
     κλητική κόσμηση κοσμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόσμηση < αρχαία ελληνική κόσμησις

Ουσιαστικό

κόσμηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.