κόκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόκα | οι | κόκες |
| γενική | της | κόκας | — | |
| αιτιατική | την | κόκα | τις | κόκες |
| κλητική | κόκα | κόκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόκα < (άμεσο δάνειο) ισπανική coca < κέτσουα kuka
Ουσιαστικό
κόκα θηλυκό
- (φυτό) φυτό της Νότιας Αμερικής, από το οποίο παράγεται η κοκαΐνη
- (συνεκδοχικά) η κοκαΐνη
- (ποτό) το αναψυκτικό Coca-Cola
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.482.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.