κωλότσεπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κωλότσεπη | οι | κωλότσεπες |
| γενική | της | κωλότσεπης | των | κωλότσεπων |
| αιτιατική | την | κωλότσεπη | τις | κωλότσεπες |
| κλητική | κωλότσεπη | κωλότσεπες | ||
| Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κωλότσεπη θηλυκό
- τσέπη παντελονιού, και σπανιότερα φούστας, που βρίσκεται στο πίσω μέρος, στο ύψος του γοφού
Μεταφράσεις
κωλότσεπη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.