κωλόπαιδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλόπαιδο τα κωλόπαιδα
      γενική του κωλόπαιδου των κωλόπαιδων
    αιτιατική το κωλόπαιδο τα κωλόπαιδα
     κλητική κωλόπαιδο κωλόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωλόπαιδο < κωλό- + παιδ(ί) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈlo.pe.ðo/

Ουσιαστικό

κωλόπαιδο ουδέτερο

  • (υβριστικό) παιδί ή νεαρός ή νεαρότερος από εμάς που χαρακτηρίζεται από κακή και συνήθως ανήθικη κοινωνικά συμπεριφορά

Συγγενικά

  • κωλοπαιδαράς
  • κωλοπαιδαρέλι
  • κωλοπαίδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.