κωλοβάρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κωλοβάρεμα | τα | κωλοβαρέματα |
| γενική | του | κωλοβαρέματος | των | κωλοβαρεμάτων |
| αιτιατική | το | κωλοβάρεμα | τα | κωλοβαρέματα |
| κλητική | κωλοβάρεμα | κωλοβαρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κωλοβάρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κωλοβαράω
- τεμπέλιασμα
- κωλυσιεργία
- (σπάνιο) το χτύπημα στον κώλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.