βάρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάρεμα | τα | βαρέματα |
| γενική | του | βαρέματος | των | βαρεμάτων |
| αιτιατική | το | βάρεμα | τα | βαρέματα |
| κλητική | βάρεμα | βαρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάρεμα < μεσαιωνική ελληνική βάρεμα < (ελληνιστική κοινή) βάρημα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βάρεμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.