κυρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυρωτικός | η | κυρωτική | το | κυρωτικό |
| γενική | του | κυρωτικού | της | κυρωτικής | του | κυρωτικού |
| αιτιατική | τον | κυρωτικό | την | κυρωτική | το | κυρωτικό |
| κλητική | κυρωτικέ | κυρωτική | κυρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυρωτικοί | οι | κυρωτικές | τα | κυρωτικά |
| γενική | των | κυρωτικών | των | κυρωτικών | των | κυρωτικών |
| αιτιατική | τους | κυρωτικούς | τις | κυρωτικές | τα | κυρωτικά |
| κλητική | κυρωτικοί | κυρωτικές | κυρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυρωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
κυρωτικός
- που κυρώνει, επικυρώνει
- που επιβάλλει κυρώσεις
- ευθύνη πρέπει να φέρουν οι πιστωτές (ιδιώτες ή δημοσίου), οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για τα επιχειρηματικά τους σφάλματα και όχι να καταργούν τους κυρωτικούς μηχανισμούς των αγορών
Μεταφράσεις
κυρωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.