κυπαρισσένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυπαρισσένιος | η | κυπαρισσένια | το | κυπαρισσένιο |
| γενική | του | κυπαρισσένιου | της | κυπαρισσένιας | του | κυπαρισσένιου |
| αιτιατική | τον | κυπαρισσένιο | την | κυπαρισσένια | το | κυπαρισσένιο |
| κλητική | κυπαρισσένιε | κυπαρισσένια | κυπαρισσένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυπαρισσένιοι | οι | κυπαρισσένιες | τα | κυπαρισσένια |
| γενική | των | κυπαρισσένιων | των | κυπαρισσένιων | των | κυπαρισσένιων |
| αιτιατική | τους | κυπαρισσένιους | τις | κυπαρισσένιες | τα | κυπαρισσένια |
| κλητική | κυπαρισσένιοι | κυπαρισσένιες | κυπαρισσένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κυπαρισσένιος
- φτιαγμένος από κυπαρίσσι
- ψηλός και λυγερός, με εμφάνιση που θυμίζει κυπαρίσσι
- ※ Ήτανε ωραίο κορίτσι, ψηλόλιγνο, κυπαρισσένιο. (Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου Το ξαναγέννημα στη ζωή [διήγημα])
Μεταφράσεις
κυπαρισσένιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.