ατμόμυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμόμυλος οι ατμόμυλοι
      γενική του ατμόμυλου των ατμόμυλων
    αιτιατική τον ατμόμυλο τους ατμόμυλους
     κλητική ατμόμυλε ατμόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμόμυλος < ατμό- + μύλος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moulin à vapeur[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈtmo.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατμόμυλος

Ουσιαστικό

ατμόμυλος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.