κυβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυβικός | η | κυβική | το | κυβικό |
| γενική | του | κυβικού | της | κυβικής | του | κυβικού |
| αιτιατική | τον | κυβικό | την | κυβική | το | κυβικό |
| κλητική | κυβικέ | κυβική | κυβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυβικοί | οι | κυβικές | τα | κυβικά |
| γενική | των | κυβικών | των | κυβικών | των | κυβικών |
| αιτιατική | τους | κυβικούς | τις | κυβικές | τα | κυβικά |
| κλητική | κυβικοί | κυβικές | κυβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κυβικός
- ο σχετικός με κύβο, ή που αναπτύσσεται ή μετριέται ως κύβος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.