κυανοβακτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυανοβακτήριο τα κυανοβακτήρια
      γενική του κυανοβακτήριου
& κυανοβακτηρίου
των κυανοβακτήριων
& κυανοβακτηρίων
    αιτιατική το κυανοβακτήριο τα κυανοβακτήρια
     κλητική κυανοβακτήριο κυανοβακτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυανοβακτήριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cyanobacterium < αρχαία ελληνική κυανός + βακτηρία

Ουσιαστικό

κυανοβακτήριο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.