κυάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυάνωση | οι | κυανώσεις |
| γενική | της | κυάνωσης* | των | κυανώσεων |
| αιτιατική | την | κυάνωση | τις | κυανώσεις |
| κλητική | κυάνωση | κυανώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κυανώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυάνωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cyanose< κυανoῦς
Ουσιαστικό
κυάνωση θηλυκό
- το φαινόμενο κατά το οποίο παρουσιάζεται σκούρο γαλαζωπό η μωβ χρώμα του δέρματος και του βλεννογόνου. Ο εν λόγω χρωματισμός οφείλεται στην μη επαρκή οξυγόνωση του αίματος στους πνεύμονες και τη μείωση της αιματικής ροής μέσω των τριχοειδών αγγείων. Το μελάνιασμα οφείλεται σε υψηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στο φλεβικό αίμα και σε κορεσμό του αρτηριακού αίματος σε οξυγόνο.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.