κυάνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυάνωση οι κυανώσεις
      γενική της κυάνωσης* των κυανώσεων
    αιτιατική την κυάνωση τις κυανώσεις
     κλητική κυάνωση κυανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυάνωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cyanose< κυανoῦς

Ουσιαστικό

κυάνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.