μωβ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μωβ < γραφή σε μίμηση του γαλλική mauve  δείτε τη λέξη μοβ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmov/

Επίθετο

μωβ άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του μοβ

Ουσιαστικό

μωβ ουδέτερο άκλιτο

  • παρωχημένη γραφή του μοβ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.