κτηματογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κτηματογράφος οι κτηματογράφοι
      γενική του/της κτηματογράφου των κτηματογράφων
    αιτιατική τον/την κτηματογράφο τους/τις κτηματογράφους
     κλητική κτηματογράφε κτηματογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτηματογράφος < κτηματογραφώ + -ος

Ουσιαστικό

κτηματογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.