κρυόκωλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρυόκωλος | η | κρυόκωλη | το | κρυόκωλο |
| γενική | του | κρυόκωλου | της | κρυόκωλης | του | κρυόκωλου |
| αιτιατική | τον | κρυόκωλο | την | κρυόκωλη | το | κρυόκωλο |
| κλητική | κρυόκωλε | κρυόκωλη | κρυόκωλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρυόκωλοι | οι | κρυόκωλες | τα | κρυόκωλα |
| γενική | των | κρυόκωλων | των | κρυόκωλων | των | κρυόκωλων |
| αιτιατική | τους | κρυόκωλους | τις | κρυόκωλες | τα | κρυόκωλα |
| κλητική | κρυόκωλοι | κρυόκωλες | κρυόκωλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρυόκωλος < κρυό- + κώλος
Επίθετο
κρυόκωλος
- (προφορικό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ψυχρό στη συμπεριφορά, σφιγμένο, χωρίς χιούμορ
- ※ Την ανέκοψα παρατηρώντας: «Συγχαρητήρια, αλλά δεν βλέπω... τι ακριβώς κερδίσαμε μ' αυτό;» «Παύλο, μην είστε... κρυόκωλος, με το μπαρδόν δηλαδή. Πρώτον, τους σπάσαμε τον τσαμπουκά! Να μη νομίζουν ότι μας έχουν του χεριού τους (Κατά συρροήν: μια αστυνομική νουβέλα, Πέτρος Μαρτινίδης, εκδ. Νεφέλη, 1998, σελ. 123)
- ※ Σιτεμένος κάπως, αλλά κορμάρα κλάσεως, μόνο λιγάκι κρυόκωλος, ουδεμία συμμετοχή, ούτε απών νά ήτανε. (Αλδεβαράν, Παύλος Μάτεσις, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 177 )
Μεταφράσεις
κρυόκωλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.