κρυψίνοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυψίνοια οι κρυψίνοιες
      γενική της κρυψίνοιας των κρυψινοιών
    αιτιατική την κρυψίνοια τις κρυψίνοιες
     κλητική κρυψίνοια κρυψίνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυψίνοια < κρυψίνους

Ουσιαστικό

κρυψίνοια θηλυκό

  1. η απόκρυψη, η μή έκφραση της σκέψης κάποιου
  2. (κατ’ επέκταση) η ανειλικρίνεια, η προσποίηση, η υποκρισία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.