κρυφάκουσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρυφάκουσμα τα κρυφακούσματα
      γενική του κρυφακούσματος των κρυφακουσμάτων
    αιτιατική το κρυφάκουσμα τα κρυφακούσματα
     κλητική κρυφάκουσμα κρυφακούσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυφάκουσμα < κρυφακούω

Ουσιαστικό

κρυφάκουσμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.