λαθρακούω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαθρακούω < λαθρ- + ακούω

Ρήμα

λαθρακούω

  • κρυφακούω
    «Ποιoς ενδιαφέρεται σήμερα να μεγαλώσει ηθικά παιδιά;». Το ερώτημα το λαθράκουσα από μια παρέα γονέων στην παιδική χαρά. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.