αφτιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφτιάζομαι < αφτί + -ιάζομαι

Ρήμα

αφτιάζομαι

  1. (λαϊκότροπο) ακούω κάτι εντείνοντας την προσοχή μου προς αυτό τον σκοπό
  2. (λαϊκότροπο) φοβάμαι ακούγοντας κάποιον ήχο ή θόρυβο (ίσως και ανύπαρκτο)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη αφτί

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.