κρυσταλλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρυσταλλοειδής | η | κρυσταλλοειδής | το | κρυσταλλοειδές |
| γενική | του | κρυσταλλοειδούς* | της | κρυσταλλοειδούς | του | κρυσταλλοειδούς |
| αιτιατική | τον | κρυσταλλοειδή | την | κρυσταλλοειδή | το | κρυσταλλοειδές |
| κλητική | κρυσταλλοειδή(ς) | κρυσταλλοειδής | κρυσταλλοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρυσταλλοειδείς | οι | κρυσταλλοειδείς | τα | κρυσταλλοειδή |
| γενική | των | κρυσταλλοειδών | των | κρυσταλλοειδών | των | κρυσταλλοειδών |
| αιτιατική | τους | κρυσταλλοειδείς | τις | κρυσταλλοειδείς | τα | κρυσταλλοειδή |
| κλητική | κρυσταλλοειδείς | κρυσταλλοειδείς | κρυσταλλοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρυσταλλοειδής < ελληνιστική κοινή κρυσταλλοειδής
Μεταφράσεις
κρυσταλλοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.