κρυσταλλογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κρυσταλλογραφία
      γενική της κρυσταλλογραφίας
    αιτιατική την κρυσταλλογραφία
     κλητική κρυσταλλογραφία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυσταλλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cristallographie. (μαρτυρείται από το 1861)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.sta.lo.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυσταλλογραφία

Ουσιαστικό

κρυσταλλογραφία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.