κρυπτόγαμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κρυπτόγαμα
      γενική των κρυπτόγαμων
    αιτιατική τα κρυπτόγαμα
     κλητική κρυπτόγαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυπτόγαμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Cryptogamae (λέξη που δημιουργήθηκε από τον Σουηδό βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο) < αρχαία ελληνική κρύπτω + γαμέω

Ουσιαστικό

κρυπτόγαμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.