κρυπτολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρυπτολογικός η κρυπτολογική το κρυπτολογικό
      γενική του κρυπτολογικού της κρυπτολογικής του κρυπτολογικού
    αιτιατική τον κρυπτολογικό την κρυπτολογική το κρυπτολογικό
     κλητική κρυπτολογικέ κρυπτολογική κρυπτολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρυπτολογικοί οι κρυπτολογικές τα κρυπτολογικά
      γενική των κρυπτολογικών των κρυπτολογικών των κρυπτολογικών
    αιτιατική τους κρυπτολογικούς τις κρυπτολογικές τα κρυπτολογικά
     κλητική κρυπτολογικοί κρυπτολογικές κρυπτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρυπτολογικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κρυπτολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.