κρουστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρουστικός | η | κρουστική | το | κρουστικό |
| γενική | του | κρουστικού | της | κρουστικής | του | κρουστικού |
| αιτιατική | τον | κρουστικό | την | κρουστική | το | κρουστικό |
| κλητική | κρουστικέ | κρουστική | κρουστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρουστικοί | οι | κρουστικές | τα | κρουστικά |
| γενική | των | κρουστικών | των | κρουστικών | των | κρουστικών |
| αιτιατική | τους | κρουστικούς | τις | κρουστικές | τα | κρουστικά |
| κλητική | κρουστικοί | κρουστικές | κρουστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρουστικός < αρχαία ελληνική κρουστικός < κρουστός < κρούω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρούω
Μεταφράσεις
κρουστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.