κροκώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροκώδος η κροκώδη το κροκώδο
      γενική του κροκώδου της κροκώδης του κροκώδου
    αιτιατική τον κροκώδο την κροκώδη το κροκώδο
     κλητική κροκώδε κροκώδη κροκώδο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροκώδοι οι κροκώδες τα κροκώδα
      γενική των κροκώδων των κροκώδων των κροκώδων
    αιτιατική τους κροκώδους τις κροκώδες τα κροκώδα
     κλητική κροκώδοι κροκώδες κροκώδα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κροκώδης < αρχαία ελληνική κροκώδης < κρόκος

Επίθετο

κροκώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.