κροκοδειλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κροκοδειλίσιος | η | κροκοδειλίσια | το | κροκοδειλίσιο |
| γενική | του | κροκοδειλίσιου | της | κροκοδειλίσιας | του | κροκοδειλίσιου |
| αιτιατική | τον | κροκοδειλίσιο | την | κροκοδειλίσια | το | κροκοδειλίσιο |
| κλητική | κροκοδειλίσιε | κροκοδειλίσια | κροκοδειλίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κροκοδειλίσιοι | οι | κροκοδειλίσιες | τα | κροκοδειλίσια |
| γενική | των | κροκοδειλίσιων | των | κροκοδειλίσιων | των | κροκοδειλίσιων |
| αιτιατική | τους | κροκοδειλίσιους | τις | κροκοδειλίσιες | τα | κροκοδειλίσια |
| κλητική | κροκοδειλίσιοι | κροκοδειλίσιες | κροκοδειλίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κροκοδειλίσιος < κροκόδειλος + -ίσιος
Επίθετο
κροκοδειλίσιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κροκόδειλος
Μεταφράσεις
κροκοδειλίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.