κριόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κριόμορφος η κριόμορφη το κριόμορφο
      γενική του κριόμορφου της κριόμορφης του κριόμορφου
    αιτιατική τον κριόμορφο την κριόμορφη το κριόμορφο
     κλητική κριόμορφε κριόμορφη κριόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κριόμορφοι οι κριόμορφες τα κριόμορφα
      γενική των κριόμορφων των κριόμορφων των κριόμορφων
    αιτιατική τους κριόμορφους τις κριόμορφες τα κριόμορφα
     κλητική κριόμορφοι κριόμορφες κριόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κριόμορφος < ελληνιστική κοινή κριόμορφος

Επίθετο

κριόμορφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.