κρινόλευκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρινόλευκος | η | κρινόλευκη | το | κρινόλευκο |
| γενική | του | κρινόλευκου | της | κρινόλευκης | του | κρινόλευκου |
| αιτιατική | τον | κρινόλευκο | την | κρινόλευκη | το | κρινόλευκο |
| κλητική | κρινόλευκε | κρινόλευκη | κρινόλευκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρινόλευκοι | οι | κρινόλευκες | τα | κρινόλευκα |
| γενική | των | κρινόλευκων | των | κρινόλευκων | των | κρινόλευκων |
| αιτιατική | τους | κρινόλευκους | τις | κρινόλευκες | τα | κρινόλευκα |
| κλητική | κρινόλευκοι | κρινόλευκες | κρινόλευκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρινόλευκος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
κρινόλευκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.