κρατητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρατητήριο | τα | κρατητήρια |
| γενική | του | κρατητηρίου & κρατητήριου |
των | κρατητηρίων |
| αιτιατική | το | κρατητήριο | τα | κρατητήρια |
| κλητική | κρατητήριο | κρατητήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρατητήριο < από το ρήμα κρατώ
Ουσιαστικό
κρατητήριο ουδέτερο
- ο χώρος στα αστυνομικά τμήματα όπου κρατούνται προσωρινά οι κρατούμενοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.