κρανιομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρανιομετρικός | η | κρανιομετρική | το | κρανιομετρικό |
| γενική | του | κρανιομετρικού | της | κρανιομετρικής | του | κρανιομετρικού |
| αιτιατική | τον | κρανιομετρικό | την | κρανιομετρική | το | κρανιομετρικό |
| κλητική | κρανιομετρικέ | κρανιομετρική | κρανιομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρανιομετρικοί | οι | κρανιομετρικές | τα | κρανιομετρικά |
| γενική | των | κρανιομετρικών | των | κρανιομετρικών | των | κρανιομετρικών |
| αιτιατική | τους | κρανιομετρικούς | τις | κρανιομετρικές | τα | κρανιομετρικά |
| κλητική | κρανιομετρικοί | κρανιομετρικές | κρανιομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κρανιομετρικός < κρανιομετρία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρανιομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.