κράσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κράσος οι κράσοι
      γενική του κράσου των κράσων
    αιτιατική τον κράσο τους κράσους
     κλητική κράσε κράσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κράσος < μεσαιωνική ελληνική κράσος < κρασί(ν) < κρασίον < αρχαία ελληνική κρᾶσις < κεράννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾa.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κράσος

Ουσιαστικό

κράσος αρσενικό

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κρασί
  2. (μεγάλο) κρασοπότηρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.