κούρδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κούρδισμα | τα | κουρδίσματα |
| γενική | του | κουρδίσματος | των | κουρδισμάτων |
| αιτιατική | το | κούρδισμα | τα | κουρδίσματα |
| κλητική | κούρδισμα | κουρδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κούρδισμα ουδέτερο (& κούρντισμα)
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω
- η συσπείρωση ελατηρίου που χρησιμοποιείται για να δίνει ενέργεια
- (μουσική) η ρύθμιση μουσικού οργάνου (μέσω αλλαγής έντασης των χορδών) (βλέπε χόρδισμα)
- (μεταφορικά) το τσίγκλισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.