κούρδισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
      γενική του κουρδίσματος των κουρδισμάτων
    αιτιατική το κούρδισμα τα κουρδίσματα
     κλητική κούρδισμα κουρδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούρδισμα < κουρδίζω + -μα

Ουσιαστικό

κούρδισμα ουδέτερο (& κούρντισμα)

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρδίζω
    • η συσπείρωση ελατηρίου που χρησιμοποιείται για να δίνει ενέργεια
    • (μουσική) η ρύθμιση μουσικού οργάνου (μέσω αλλαγής έντασης των χορδών) (βλέπε χόρδισμα)
    • (μεταφορικά) το τσίγκλισμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.