ντουζένι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουζένι τα ντουζένια
      γενική του ντουζενιού των ντουζενιών
    αιτιατική το ντουζένι τα ντουζένια
     κλητική ντουζένι ντουζένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουζένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική düzen +

Ουσιαστικό

ντουζένι ουδέτερο

  1. χόρδισμα
  2. είδος χορδίσματος
  3. μεγάλο κέφι διασκέδασης, έξαρση για γλέντι

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • Είμαι στα ντουζένια μου: Είμαι χαρούμενος, κάνω κέφι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.