ντουζένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντουζένι | τα | ντουζένια |
| γενική | του | ντουζενιού | των | ντουζενιών |
| αιτιατική | το | ντουζένι | τα | ντουζένια |
| κλητική | ντουζένι | ντουζένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντουζένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική düzen + -ι
Συγγενικά
Εκφράσεις
- Είμαι στα ντουζένια μου: Είμαι χαρούμενος, κάνω κέφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.