κουτσοδόντικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουτσοδόντικος η κουτσοδόντικη το κουτσοδόντικο
      γενική του κουτσοδόντικου της κουτσοδόντικης του κουτσοδόντικου
    αιτιατική τον κουτσοδόντικο την κουτσοδόντικη το κουτσοδόντικο
     κλητική κουτσοδόντικε κουτσοδόντικη κουτσοδόντικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουτσοδόντικοι οι κουτσοδόντικες τα κουτσοδόντικα
      γενική των κουτσοδόντικων των κουτσοδόντικων των κουτσοδόντικων
    αιτιατική τους κουτσοδόντικους τις κουτσοδόντικες τα κουτσοδόντικα
     κλητική κουτσοδόντικοι κουτσοδόντικες κουτσοδόντικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουτσοδόντικος < κουτσοδόντης + -ικος

Επίθετο

κουτσοδόντικος

  • που έχει σχέση με κουτσοδόντη, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτόν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.