κουτουλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουτουλώ < *κο(υ)τυλώ[1] < αρχαία ελληνική κότυλος[1] / κοτύλη
Ρήμα
κουτουλώ (παθητική φωνή: κουτουλιέμαι)
- χτυπάω κάτι με το κούτελο
- ↪Τον κουτούλησε ένας ταύρος, αλλά δεν έπαθε τελικά τίποτε.
- χτυπάω άθελά μου το κούτελο ή όλο το σώμα κάπου
- ↪Ήταν πολύ σκοτεινά, που κουτούλαγα συνέχεια πάνω σε διάφορα αντικείμενα, μέχρι να φτάσω στην έξοδο.
- πέφτει, γέρνει το κεφάλι μου λόγω υπνηλίας από κούραση ή νύστα
- ↪Λοιπόν, μάγκες μ, εγώ φεύγω, γιατί πήγε τρεις η ώρα και έχω αρχίσει και κουτουλάω.
- (μεταφορικά) (οικείο) τσουγκρίζω
- κουτουλάω
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.