κουτουλώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουτουλώ < *κο(υ)τυλώ[1] < αρχαία ελληνική κότυλος[1] / κοτύλη

Ρήμα

κουτουλώ (παθητική φωνή: κουτουλιέμαι)

  1. χτυπάω κάτι με το κούτελο
    Τον κουτούλησε ένας ταύρος, αλλά δεν έπαθε τελικά τίποτε.
  2. χτυπάω άθελά μου το κούτελο ή όλο το σώμα κάπου
    Ήταν πολύ σκοτεινά, που κουτούλαγα συνέχεια πάνω σε διάφορα αντικείμενα, μέχρι να φτάσω στην έξοδο.
  3. πέφτει, γέρνει το κεφάλι μου λόγω υπνηλίας από κούραση ή νύστα
    Λοιπόν, μάγκες μ, εγώ φεύγω, γιατί πήγε τρεις η ώρα και έχω αρχίσει και κουτουλάω.
  4. (μεταφορικά) (οικείο) τσουγκρίζω

  • κουτουλάω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.