κουρσούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρσούνι τα κουρσούνια
      γενική του κουρσουνιού των κουρσουνιών
    αιτιατική το κουρσούνι τα κουρσούνια
     κλητική κουρσούνι κουρσούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρσούνι < τουρκική kurşun

Ουσιαστικό

κουρσούνι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) (κυριολεκτικά) μόλυβδος, μολύβι
  2. (ιδιωματικό) (κατ’ επέκταση) μολύβδινη σφαίρα, σφαίρα, βόλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.