κουρδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρδικός η κουρδική το κουρδικό
      γενική του κουρδικού της κουρδικής του κουρδικού
    αιτιατική τον κουρδικό την κουρδική το κουρδικό
     κλητική κουρδικέ κουρδική κουρδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρδικοί οι κουρδικές τα κουρδικά
      γενική των κουρδικών των κουρδικών των κουρδικών
    αιτιατική τους κουρδικούς τις κουρδικές τα κουρδικά
     κλητική κουρδικοί κουρδικές κουρδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουρδικός < Κούρδος + -ικός

Επίθετο

κουρδικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.