κουραδομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουραδομηχανή | οι | κουραδομηχανές |
| γενική | της | κουραδομηχανής | των | κουραδομηχανών |
| αιτιατική | την | κουραδομηχανή | τις | κουραδομηχανές |
| κλητική | κουραδομηχανή | κουραδομηχανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
κουραδομηχανή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.