κουλό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουλό | τα | κουλά |
| γενική | του | κουλού | των | κουλών |
| αιτιατική | το | κουλό | τα | κουλά |
| κλητική | κουλό | κουλά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κουλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λό
Ουσιαστικό
κουλό ουδέτερο
Μεταφράσεις
κουλό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.