κουλό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουλό τα κουλά
      γενική του κουλού των κουλών
    αιτιατική το κουλό τα κουλά
     κλητική κουλό κουλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουλός

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουλό

Ουσιαστικό

κουλό ουδέτερο

  1. (υβριστικό) το χέρι
    Πάρε το κουλό σου απ' την τσέπη μου!
     συνώνυμα: ξερό
    εκφράσεις: μάζεψε τα κουλά σου!
  2. (σπανικότερα) το πόδι
    Μάζεψε το κουλό σου παρακεί να κάτσει και κάνας άλλος!
     συνώνυμα: ξερό
  3. (αργκό) κάτι που μας φαίνεται άτοπο ή περίεργο
    Άρχισε πάλι τα κουλά του...

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κουλό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του Γράψτε το κύριο λήμμα! Please write the main lemma!
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του Γράψτε το κύριο λήμμα! Please write the main lemma!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.