κουλουριαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλουριαστός η κουλουριαστή το κουλουριαστό
      γενική του κουλουριαστού της κουλουριαστής του κουλουριαστού
    αιτιατική τον κουλουριαστό την κουλουριαστή το κουλουριαστό
     κλητική κουλουριαστέ κουλουριαστή κουλουριαστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλουριαστοί οι κουλουριαστές τα κουλουριαστά
      γενική των κουλουριαστών των κουλουριαστών των κουλουριαστών
    αιτιατική τους κουλουριαστούς τις κουλουριαστές τα κουλουριαστά
     κλητική κουλουριαστοί κουλουριαστές κουλουριαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουλουριαστός < κουλουριάζω + -τός

Επίρρημα

κουλουριαστός[1] [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. κουλουριαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κουλουριαστός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.