κουλουριαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουλουριαστός | η | κουλουριαστή | το | κουλουριαστό |
| γενική | του | κουλουριαστού | της | κουλουριαστής | του | κουλουριαστού |
| αιτιατική | τον | κουλουριαστό | την | κουλουριαστή | το | κουλουριαστό |
| κλητική | κουλουριαστέ | κουλουριαστή | κουλουριαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουλουριαστοί | οι | κουλουριαστές | τα | κουλουριαστά |
| γενική | των | κουλουριαστών | των | κουλουριαστών | των | κουλουριαστών |
| αιτιατική | τους | κουλουριαστούς | τις | κουλουριαστές | τα | κουλουριαστά |
| κλητική | κουλουριαστοί | κουλουριαστές | κουλουριαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουλουριαστός < κουλουριάζω + -τός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κουλουριάζω και κουλούρα
Μεταφράσεις
κουλουριαστός
|
- κουλουριαστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κουλουριαστός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.