κουλάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουλάκος οι κουλάκοι
      γενική του κουλάκου των κουλάκων
    αιτιατική τον κουλάκο τους κουλάκους
     κλητική κουλάκε κουλάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουλάκος < (άμεσο δάνειο) ρωσική кулак (kulák)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈla.kos/

Ουσιαστικό

κουλάκος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.