κουκέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουκέτα οι κουκέτες
      γενική της κουκέτας των κουκετών
    αιτιατική την κουκέτα τις κουκέτες
     κλητική κουκέτα κουκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκέτα < ιταλική cuccetta

Ουσιαστικό

κουκέτα θηλυκό

  1. κρεβάτι σε πλοίο ή τρένο
  2. (συνεκδοχικά) έπιπλο που έχει δύο κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.