κουκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουκέτα | οι | κουκέτες |
| γενική | της | κουκέτας | των | κουκετών |
| αιτιατική | την | κουκέτα | τις | κουκέτες |
| κλητική | κουκέτα | κουκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουκέτα < ιταλική cuccetta
Ουσιαστικό
κουκέτα θηλυκό
- κρεβάτι σε πλοίο ή τρένο
- (συνεκδοχικά) έπιπλο που έχει δύο κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.