κουβάλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουβάλημα | τα | κουβαλήματα |
| γενική | του | κουβαλήματος | των | κουβαλημάτων |
| αιτιατική | το | κουβάλημα | τα | κουβαλήματα |
| κλητική | κουβάλημα | κουβαλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κουβάλημα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.